- σαγμάτων
- σάγμαcoveringneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμμωνίτες — Θαλάσσια μαλάκια που ανήκουν στην τάξη των κεφαλοπόδων και έχουν εκλείψει. Οι α. εμφανίστηκαν κατά τη διάρκεια του παλαιοζωικού αιώνα, έζησαν και αναπτύχθηκαν κυρίως στον μεσοζωικό αιώνα, κατά το τέλος του οποίου εξαφανίστηκαν ύστερα από 250 300… … Dictionary of Greek
σαγματάς — ὁ, Α κατασκευαστής σαγμάτων, σαγματοποιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + κατάλ. ᾶς (πρβλ. μαχαιρ ᾶς)] … Dictionary of Greek
σαγματοποιία — η, Ν η τέχνη ή η βιομηχανία κατασκευής σαγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαγματοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Όθωνα Φωστηρόπουλο] … Dictionary of Greek
σαγματοποιός — ο, ΝΑ ο κατασκευαστής σαγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + ποιός*] … Dictionary of Greek
σαγματοπωλείο — το, Ν [σαγματοπώλης] κατάστημα πώλησης σαγμάτων … Dictionary of Greek
σαγματοπώλης — ο, Ν ο πωλητής σαγμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάγμα, ατος + πώλης*] … Dictionary of Greek
σαγματοποιός — ο κατασκευαστής σαγμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)